αχειραφέτητος

αχειραφέτητος
-η, -ο
1. αυτός που δεν έχει χειραφετηθεί
2. (για ανηλίκους ή γυναίκες) εκείνος που δεν έχει απαλλαγεί ακόμη από την κηδεμονία του πατέρα ή του συζύγου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + χειραφετώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αχειραφέτητος — η, ο αυτός που δε χειραφετήθηκε, δεν απόχτησε την ανεξαρτησία του: Το παιδί ήταν αχειραφέτητο, γιατί δεν είχε ακόμη ενηλικιωθεί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”